-
1 внутренности
-
2 ливерный
επ.από εντόσθια•-ая колбаса σαλάμι από εντόσθια.
-
3 пластать
ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пли-станный, βρ: -тан, -а, -оκόβω, χωρίζω κατά στρώματα. || ξεκοιλιάζω, βγάζω τα εντόσθια•пластать рыбу βγάζω τα εντόσθια του ψαριού.
1. έρπω, προχωρώ της κοιλιάς.2. (διαλκ.) στρώνομαι, κολλώ, γίνομαι ενα σώμα.3. κόβομαι, βγαίνω κατά στρώματα. || ξεκοιλιάζομαι. -
4 потроха
-ов πλθ. (ενκ. σπάνια потрох -а α.)εντόσθια, σπλάχνα•куриные потроха τα εντόσθια της κότας.
εκφρ.выпустить -а – ξεκοιλιάζω (σκοτώνω)•со своими -ами – με όλα τα υπάρχοντα μου, με ό,τι έχω και δεν έχω. -
5 внутренность
1. (угла) τα εσο)τερικά σημεία (μιας γωνίας) 2. -й мн. (анат) τα εντόσθιατα σπλάχνατα σωθικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > внутренность
-
6 ливер
(пищ) η σηκωταριά, τα εντόσθια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ливер
-
7 требуха
пищ. τα εντόσθιαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > требуха
-
8 туша
1. (выпотрошенное тело убитого животного) το σφαχτό (χωρίς εντόσθια) 2. (тело крупного животного) το σώμα μεγάλου σκοτωμένου ζώου, το σφαχτάρι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > туша
-
9 убойный
1. (относящийся к убою) του σφαγείου 2. (предназначенный на убой) για σφάξιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > убойный
-
10 утроба
1. (внутренняя часть живота человека или животного) τα σπλάχνατα εντόσθια2. (внутренняя часть чего-л.) το εσωτερικό (μέρος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утроба
-
11 внутренность
вну́тренност||ьж1. τό ἐσωτερικό[ν]·2. \внутренностьи мн. анат. τά ἐντόσθια, τά σπλά(γ)χνα, τά σωθικά. -
12 колбаса
колбасаж τό σαλάμι, τό σαλτσισότο:копченая \колбаса τό καπνιστό σαλάμι· ливерная \колбаса τό σαλτισότο ἀπό ἐντόσθια -
13 ливер
ливерм кул. ἡ σηκωταριά, τά ἐντόσθια. -
14 ливерный
ливерн||ыйприл:\ливерныйая колбаса τό σαλάμι ἀπό ἐντόσθια. -
15 потроха
потро||хамн. τά ἐντόσθια, τά σπλάγχνα. -
16 требуха
требухао/с τά ἀχρηστα ἐντόσθια -
17 требуха
[τριμπουχά] ουσ. θ. τα άχρηστα εντόσθια -
18 требуха
[τριμπουχά] ουσ θ τα άχρηστα εντόσθια -
19 брюховина
-ы θ.ο προστόμαχος των μηρυκαστικών. || τα εντόσθια των ζώων. -
20 внутренность
-и θ.1. εσωτερικότητα, το εσωτερικό•внутренность комнаты το εσωτερικό του δωματίου.
|| ψυχικός κόσμος. || το περιεχόμενο εσωτρικά.2. πλθ. -и, -ей τα εντόσθια.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐντόσθια — intestinal neut nom/voc/acc pl ἐντόσθιος intestinal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντόσθια — τα βλ. εντόσθιος … Dictionary of Greek
εντόσθια — τα τα σπλάχνα ανθρώπου ή ζώου, που είναι στην κοιλιακή κοιλότητα, τα σωθικά, τα τζιέρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐντοσθίοις — ἐντόσθια intestinal neut dat pl ἐντόσθιος intestinal masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντοσθίων — ἐντόσθια intestinal neut gen pl ἐντόσθιος intestinal masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντόσθιος — (AM ἐντόσθιος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εντόσθια 1. τα σπλάγχνα που βρίσκονται μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα τού ανθρώπου ή τών ζώων, σωθικά 2. (ειδ.) τα σπλάγχνα αρνιού ή η κοιλιά, το συκώτι και η καρδιά τών πουλιών που τρώγονται 3. μτφ. τα … Dictionary of Greek
κοιλήπατα — κοιλήπατα, τὰ (Α) εντόσθια όρνιθας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ ία + ἤπατα «εντόσθια», πληθ. τού ἦπαρ] … Dictionary of Greek
μίμαρκυς — μίμαρκυς, άρκυος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κοιλία καὶ ἔντερα τοῡ ἱερείου μεθ αἵματος σκευαζόμενα, μάλιστα δὲ ἐπὶ λαγῶν, ὁτὲ δὲ καὶ ἐπὶ ὑός». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σχηματισμένη με διπλασιασμό. Κατά μία άποψη, η λ. έχει ινδοευρωπαϊκή… … Dictionary of Greek
σ(υ)κωταριά — η το συκώτι ενός ζώου μαζί με τα άλλα εντόσθια. σκωταριά η σκωταριά, η και συκωταριά, η τα εντόσθια του ζώου: Κράτησαν τη σκωταριά του αρνιού για να φτιάξουν κοκορέτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλιξ — ἄλιξ ( ικος), ο (Α) 1. χόνδρος από ρυζάλευρο 2. ζωμός ψαριού, ψαρόσουπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική σύνδεση τής λ. με το ρ. ἀλῶ ( έω) «αλέθω». Ο σχηματισμός τού τ. ἄλιξ πιθ. να οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
άντερο — το 1. το έντερο* 2. στον πληθ. τα άντερα γενικά τα εντόσθια, τα σπλάχνα 3. φρ. «στριμμένο άντερο» ο δύστροπος «μου γυρίζουν τ άντερα» αισθάνομαι αηδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. άντερον, με προληπτική ανομοίωση του ε σε α ή παρετυμολογική σύνδεση προς… … Dictionary of Greek